προωθῆται

προωθῆται
προωθέω
push forward
pres subj mp 3rd sg
προωθέω
push forward
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
προωθῆται , προωθέω
push forward
pres subj mp 3rd sg
προωθῆται , προωθέω
push forward
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προωθητής — ο, Ν 1. αστροναυτ. κινητήρας ή ειδική διάταξη με την οποία προωθείται προς το διάστημα ένας δορυφόρος ή ένα διαστημόπλοιο 2. φρ. «προωθητής καταλύτη» χημ. ουσία που προστίθεται σε έναν στερεό καταλύτη για να τού βελτιώσει τη συμπεριφορά σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”